κωμάρχης

κωμάρχης
κωμάρχης
head man of a village
masc nom sg
κωμαρχέω
to be
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κωμάρχης — κωμάρχης, ου, ὁ (Α) 1. προεστός χωριού 2. (κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους στην Αίγυπτο) πολιτικός διοικητής που διηύθυνε την παροχή υδάτων για άρδευση και επόπτευε τη χορήγηση σπόρων και δανείων στους καλλιεργητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη …   Dictionary of Greek

  • κωμάρχην — κωμάρχης head man of a village masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμαρχώ — κωμαρχώ, έω (Α) [κωμάρχης] είμαι κωμάρχης, διοικώ ως κωμάρχης …   Dictionary of Greek

  • κωμάρχας — κωμάρχᾱς , κωμάρχης head man of a village masc acc pl κωμάρχᾱς , κωμάρχης head man of a village masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PENTECOMARCHUS — apud Sim. Dunelmensem A. C. 887. Perturbatus erat frequenter animô contra Principes et Pentecomarchos: ex Graeco Πέντε, quinque, et Κωμάρχης vel Κωμαρχὸς, vicorum Praefectus, nomen dignitatis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

  • κωμαρχία — κωμαρχία, ἡ (Α) [κωμάρχης] το αξίωμα τού κωμάρχου …   Dictionary of Greek

  • κωμαρχίδης — κωμαρχίδης, ὁ (Α) [κωμάρχης] ο γιος τού κωμάρχου …   Dictionary of Greek

  • κώμαρχος — (I) κώμαρχος, ὁ (Α) αρχηγός κώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + αρχος* (πρβλ. θήρ αρχος, φρούρ αρχος)]. (II) κώμαρχος, ὁ (Α) κωμάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + αρχος*] …   Dictionary of Greek

  • κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”